Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ


 "Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,
 Χαίρε απογενώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις».
     
   Ο Ακάθιστος ύμνος είναι ένα τροπάριο δοξολογικό για δύο κορυφαία γεγονότα της ζωής και της ιστορίας του κόσμου.
        Το πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και το δεύτερο, ως συνέπεια του πρώτου, είναι η σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού.
     Αυτά τα δύο γεγονότα, μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας τα θυμίζει κάθε Παρασκευή σε όλους μας. Αυτά τα γεγονότα είναι η ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου.
      Οί οίκοι της Γ’ στάσεως των χαιρετισμών, αναφέρονται στις συνέπειες για εμάς τους ανθρώπους, που είχε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η ενανθρώπηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Για αυτά τα δύο γεγονότα απευθύνουμε τα «χαίρε» στην Υπεραγία Θεοτόκο.
    Τα «χαίρε», είναι ένας λόγος για να δοξάσεις την Παναγία. Ένα «χαίρε» όμως είναι το πιο συγκλονιστικό: «Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις, Χαίρε απογενώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις».
     Χαίρε εσύ, που κυοφόρησες και γέννησες Εκείνον, που θα ήτανε ο οδηγός των πλανωμένων. Χαίρε εσύ, που γέννησες Αυτόν, που θα ελευθερώσει τους αιχμαλώτους.
   Σήμερα, αγαπητοί αδελφοί, είμαστε και τα δύο. Είμαστε και πλανεμένοι και αιχμάλωτοι. Πλανηθήκαμε, γιατί στηριχθήκαμε στη δική μας σοφία. Τουλάχιστον οι ρήτορες των Αθηναίων έμειναν έκπληκτοι. Εμείς πιστέψαμε ότι, ακόμα και από τους ρήτορες είμαστε πιο έξυπνοι και θελήσαμε να προσπεράσουμε το γεγονός. Το γεγονός της αγάπης του Θεού. Τι καταφέραμε; Μπερδευτήκαμε. Πλανηθήκαμε στη ζωή μας. Πήραμε λάθος δρόμους. Φτάσαμε σε αδιέξοδα. Στα αδιέξοδα, που ζούμε και σήμερα. Στα αδιέξοδα, που ζουν οι άνθρωποι όλων των εποχών. Όταν, αντί να εμπιστευθούν το λόγο και την αλήθεια του Χριστού, επιμένουν στο δικό τους θέλημα.
   Και έτσι έχουμε, ό, τι μάς συμβαίνει στον κόσμο. Και παλιότερα και τώρα. Απλά, τώρα επιβεβαιωθήκαμε, ότι χρεωκοπήσαμε, υλικά και πνευματικά,ότι αποτύχαμε παταγοδώς. Όχι, γιατί δεν ξέραμε καλά τα οικονομικά, αλλά γιατί προβάλλαμε μπροστά τον εγωισμό μας και εκεί τσακιστήκαμε.
    Αποδειχτήκαμε πόσο ανόητοι είμαστε. Πόσο αστοιχείωτοι είμαστε, αφού δεν καταφέραμε να κερδίσουμε τη ζωή που θέλουμε. Αφού δεν καταφέρνουμε να κρατάμε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη και χάρη. Αφού δεν καταφέρνουμε να χαρίσουμε ένα χαμόγελο στα ίδια μας τα παιδιά. Περπατάμε καλά, λοιπόν; Είμαστε άνθρωποι στο σωστό δρόμο; Είμαστε άνθρωποι, που ξέρουμε τι θέλουμε; Ή που απεδείχθη ότι, δεν ξέρουμε τι θέλουμε και τι ζητάμε; Και πού μάς οδήγησε αυτή η πλάνη; Όπου οδηγούν όλες οι πλάνες. Στη αιχμαλωσία. Και η αιχμαλωσία των σωμάτων μας είναι πιο υποφερτή από την αιχμαλωσία των ψυχών μας.
      Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στον πόλεμο του ΄40 επιχειρήθηκε, και τα κατάφεραν και στις δύο περιπτώσεις, να μας αιχμαλωτίσουν το σώμα. Όμως δεν κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν την ψυχή μας. Γι’ αυτό διεκδικήσαμε και κερδίσαμε και τη σωματική μας ελευθερία.
       Σήμερα ζούμε την παντοειδή αιχμαλωσία μας. Σήμερα είμαστε, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι, ένα κράτος υπό κατοχή. Ένα κράτος, που έχει υποθηκευτεί το σπίτι και η ζωή του καθενός μας. Η περιουσία του τόπου μας. Μη ξαφνιαστείτε, μα ακόμα και τα παιδιά μας, είναι υποθηκευμένα. Πως τα καταφέραμε; Αιχμαλωτιστήκαμε στην ψυχή. Αλλά πια είναι η αιχμαλωσία της ψυχής μας; Η αιχμαλωσία που γέννησαν τα πάθη. Και δουλεύοντας στα πάθη μας, ξεπουληθήκαμε και στην ψυχή και στο σώμα μας. Γι’ αυτό γίναμε και ανίκανοι να χαρίσουμε ένα χαμόγελο στα παιδιά μας. Αλλά τώρα κινδυνεύουμε να φτάσουμε σε ρυθμούς στέρησης και πείνας, που δεν διανοηθήκαμε ποτέ ότι θα φτάσουμε.
      Πιστέψαμε ότι, αυτά ήταν για τους πατεράδες μας και τώρα τα ζούμε εμείς. Και σε εκείνους τα έφεραν οι ξένοι. Εμείς παραδοθήκαμε και ξεπουληθήκαμε μόνοι μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Τι μας μένει; Η επιστροφή. Η επιστροφή στην αγάπη και στη χάρη της Παναγιάς και του Χριστού. Όπως το κάναμε σε άλλες δύσκολες ώρες, έτσι και τώρα να ζητήσουμε μετάνοια. Να κάνουμε αυτό που ακούσαμε. Να «ξενωθώμεν». Να γίνουμε ξένοι στην νοοτροπία αυτού του κόσμου και να αποκτήσουμε νουν Χριστού και φρόνημα Χριστού. Και τότε θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, θα ξαναβρούμε τα σπίτια μας. Και τότε θα είμαστε ικανοί, γιατί τώρα δεν είμαστε, να πετάξουμε έξω από τον τόπο μας, αυτούς που μας κατέκτησαν.
      Αλλά αυτή η αλλαγή προϋποθέτει τη δική μας εσωτερική αλλαγή. Όταν καταφέραμε και φτιάξαμε νέα παιδιά, που μας λένε: «και με τους Τούρκους και με τους πάντες, αρκεί να περνάω καλά», άρα πουλήσαμε τις ψυχές τους.
      Εάν, λοιπόν, δεν αποκτήσουμε ένα φρόνημα οντολογικής ελευθερίας, αυτό που μας χαρίζει η αγάπη του Θεού, τότε ουσιαστικά δεν έχουμε μέλλον, και ας μη μας παραμυθιάζει κανένας.
       Γι’ αυτό, λοιπόν, ζώντας μέσα στην Εκκλησία, μπορούμε να δούμε την αλήθεια. Μπορούμε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Γιατί, αν πραγματικά μελετήσουμε τη ζωή της, θα δούμε ότι αυτά που θέλουμε σήμερα είναι ακριβώς αυτά που υπάρχουν στην Παράδοση της Ορθοδόξου πίστεώς μας.
  …Αγαπητοί αδελφοί, δεν είναι άλλο πράγμα η ζωή μας, η καθημερινότητά μας, το σπίτι μας, οι δουλειές μας, και άλλο πράγμα η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι η σωσμένη ζωή μας. Και γι’ αυτό μπαίνουμε σ’ αυτήν. Όχι, για να ‘χουμε ένα ψυχολογικό άλλοθι, αλλά για να βρούμε τον πραγματικό μας εαυτό, και να χαρούμε και να ζήσουμε όμορφα και ευλογημένα.
       Να παρακαλέσουμε, λοιπόν, την Παναγία μας, να μας φωτίσει όλους μας, και τον τόπο μας ολόκληρο, για να βρούμε τις αλήθειες που χάσαμε, και γι’ αυτό φτωχύναμε.»


TAG