ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ΛΟΥΚΑ (Λουκά ιη΄, 35-43)

«Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» 

       Οἱ ὧρες, οἱ μέρες καί οἱ νύχτες, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς περνοῦσαν μέσα σ’ ἕνα ἀτελείωτο σκοτάδι. Ἐκεῖνος μέ ὑπομονή κάθεται στήν ἄκρη τοῦ δρόμου μέ τήν παλάμη ἀνοιχτή καί τό χέρι ἁπλωμένο καί παρακαλεῖ τούς περαστικούς νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ ρίξουν κάποιο κέρμα γιά νά ἐξασφαλίσει τό καθημερινό ψωμί του. 

      Τά χρόνια ἐκεῖνα ἡ ζωή θἆταν γεμάτη ἀπό τέτοιες σκηνές μέ ἀναπήρους ἀπό ποικίλες παθήσεις και επαίτες στους δρόμους, κάτι που βλέπουμε βέβαια και στην δική μας εποχή, παρότι  τό σημερινό σύστημα τῶν ὀργανωμένων κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν θα έπρεπε να  τις έχει εξαλείψει με την βοήθεια της επιστήμης ή των πόρων που άν και έχουν περισσέψει στις αναπτυγμένες κατά τα άλλα κοινωνίες μας δεν κατάφεραν να τις εξαφανίσουν, ούτε καν να τις μειώσουν.

   Αὐτός ὅμως ὁ τυφλός τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἔχει κάποιες ἐκλεπτυσμένες καί διαφορετικές πνευματικές κεραῖες. Ἄς εἶναι τυφλός στά μάτια. Εἶναι ὅμως φωτισμένος στήν ψυχή, ἔχει καθαρό νοῦ καί δέχεται μέ ἀνοιχτή καρδιά τά μηνύματα ἀπό τόν οὐρανό.

     Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου στόν τόπο του καί τό ἄκουσμα τῆς παρουσίας τοῦ πλήθους τόν ὁδηγοῦν νά ζητήσει καί νά μάθει τί συμβαίνει γύρω του. Πληροφορεῖται, λοιπόν, ὅτι περνᾶ ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ. Τότε δέ ζήτησε οὔτε ἐξηγήσεις οὔτε ἄλλες πληροφορίες. Ἦταν τυφλός, ἐστερημένος τοῦ φυσικοῦ φωτός. Ἦταν ὅμως στολισμένος μέ μιά ὁλόφωτη ψυχή. Ὁ τυφλός κραυγάζει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του καί τό ὕψος τῆς φωνῆς του. «Ἰησοῦ υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με». Ἡ σύντομη αὐτή παρακλητική προσευχή βγαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναί του. Γίνεται μέ ὅλη τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σέ θέση νά τόν βοηθήσει. Δέ ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό οἰκονομική βοήθεια. Ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ χάρη, ζητᾶ θεραπεία καί ἱκετεύει, παρακαλεῖ καί δέεται μέ ταπείνωση καί δημόσια ὁμολογία.

    Ὅσοι προχωροῦσαν μπροστά ἀπό τό πλῆθος τόν παρατηροῦν, τόν ἐπιπλήττουν καί προσπαθοῦν νά τοῦ ἐπιβάλουν σιωπή. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπιμένει. Φωνάζει πιό δυνατά καί πιό πειστικά. «υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με.» Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει ὅτι «τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» (Ἰωαν. στ΄ 37) καί «πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄) διατάσσει νά τόν ὁδηγήσουν κοντά του.

     Ἀφοῦ δέ πλησίασε ὁ τυφλός, ὁ Κύριος τόν ἐρωτᾶ: «τί σοι θέλεις ποιήσω;» Τί ζητᾶς νά κάμω σ΄ ἐσένα; Ὁ τυφλός ὑποβάλλει τό αἴτημά του. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Χωρίς περιστροφές ζητᾶ ἀπό τόν Κύριο τό φῶς του. Μέ τή λέξη «Κύριος» ὁμολογεῖ τήν πίστη του στή θεότητά του. Μέ τή λέξη «υἱέ Δαυίδ» τόν ἀναγνωρίζει ὡς τό γνήσιο Μεσσία, ὡς τόν ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ.

    Ὁ Κύριος ἔρχεται τώρα καί ἐπιβραβεύει τήν πίστη καί προβάλλει τήν ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ στά μάτια, ἀλλά φωτισμένου πνευματικά. «ἀνάβλεψον» Λάβε τό φῶς σου. «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε. Ἀμέσως ὁ τυφλός ἀπέκτησε φῶς στά μάτια καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ δοξολογία στό Θεό. Τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, δοξολογοῦσε τόν Θεό.

    Ἐπειδή κάποιος τυφλός γνώρισε τόν Κύριο καί ἔλαβε φυσικό φῶς, ὁ κόσμος καί ὁ τυφλός μαζί δοξολόγησαν τόν Θεό. Είναι μια δικαιολογημένη πράξη αυτή που έκαναν γιατί μπροστά τους ο Χριστός πραγματοποίησε ένα θαύμα. 

    Όμως και στην σημερινή εποχή δεν γίνεται το ίδιο; Ο Χριστός δεν συνεχίζει να θαυματουργεί; Μέσω των Αγίων του, των ιερέων του με τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας που επιτελούν, των ίδιων των ανθρώπων, μέσω της προσευχής και της ανυπόκριτης αγάπης και της πίστης τους.

       Λοιπόν, κάποιος ζεῖ στό σκοτάδι τῆς πλάνης, στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας κάθε εἴδους, οι περισσότεροι από εμάς δηλαδή, καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ἐπισκιάζει καί αυτός βρῖσκει τό δρόμο του, όπως ο τυφλός του ευαγγελίου, εμείς δηλαδή, που κάθε Κυριακή αφήνουμε το ζεστό μαξιλάρι μας, ίσως όχι πάντα με προθυμία, φοράμε τα καλά μας, παίρνουμε τα παιδιά μας και τα βήματα μας στην εκκλησιά μας βγάζουν, για να πούμε στον Θεό, ένα μεγάλο "ευχαριστώ"που είναι δίπλα μας, πάνω μας, μέσα μας και δεν μας αφήνει να ξεστρατίσουμε!!!

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!
TAG